παλιρροϊκός

παλιρροϊκός
και παλιρροιακός, -ή, -ό [παλίρροια]
1. ο σχετικός με την παλίρροια ή ο οφειλόμενος στην παλίρροια
2. φρ. α) «παλιρροϊκό κύμα» ή «παλιρροιακό κύμα» — καθεμιά επιμέρους περιοδική συνιστώσα που προστίθεται στην άλλη ώστε όλες μαζί να αποτελέσουν τη συνολική παλίρροια
β) «παλιρροϊκό ρεύμα» ή «παλιρροιακό ρεύμα» — η κατά το οριζόντιο επίπεδο κίνηση τών σωματιδίων τής υδρόσφαιρας που προκαλείται από την παλίρροια
γ) «παλιρροϊκό πεδίο»
(γεωλ.-ωκεαν.) επίπεδη ιλυοαργιλώδης επιφάνεια η οποία συνορεύει με τις εκβολές ενός ποταμού και καλύπτεται ή αποκαλύπτεται διαδοχικά από τα θαλάσσια ύδατα, ανάλογα με το εύρος τής παλίρροιας
δ) «παλιρροϊκή τριβή» — η τάση που ασκείται σε ένα ουράνιο σώμα, όπως είναι λ.χ. η Γη ή η Σελήνη, το οποίο υφίσταται κυκλικές μεταβολές τής βαρυτικής έλξης καθώς εκτελεί τροχιά γύρω από ένα άλλο σώμα ή καθώς ένα άλλο σώμα περιφέρεται γύρω του.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παρανοϊκός — και, μη εν χρήσει τ. παρανοιακός, ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παράνοια ή αυτός που προσιδιάζει στην παράνοια 2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο παρανοϊκός, η παρανοϊκή άτομο που πάσχει από παράνοια ή άτομο που συμπεριφέρεται σαν να… …   Dictionary of Greek

  • σταθμός — Όνομα έντεκα οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (81 κάτ., υψόμ. 90 μ.) στην επαρχία Νάουσας του νομού Ημαθίας. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Νάουσας. 2. Πεδινός οικισμός (8 κάτ., υψόμ. 105 μ.), στην επαρχία Λιβαδειάς του νομού Βοιωτίας. Υπάγεται… …   Dictionary of Greek

  • Λοφότεν — (Lofoten). Νησιωτικό σύμπλεγμα (1.227 τ. χλμ.) της Νορβηγίας, στον Ατλαντικό ωκεανό (Νορβηγική θάλασσα). Βρίσκεται ανοιχτά από τις βορειοδυτικές ακτές της χώρας και ΝΔ των νησιών Βεστερόλεν, μεταξύ 67° και 68° βόρειου πλάτους και 11° και 15°… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”