- παλιρροϊκός
- και παλιρροιακός, -ή, -ό [παλίρροια]1. ο σχετικός με την παλίρροια ή ο οφειλόμενος στην παλίρροια2. φρ. α) «παλιρροϊκό κύμα» ή «παλιρροιακό κύμα» — καθεμιά επιμέρους περιοδική συνιστώσα που προστίθεται στην άλλη ώστε όλες μαζί να αποτελέσουν τη συνολική παλίρροιαβ) «παλιρροϊκό ρεύμα» ή «παλιρροιακό ρεύμα» — η κατά το οριζόντιο επίπεδο κίνηση τών σωματιδίων τής υδρόσφαιρας που προκαλείται από την παλίρροιαγ) «παλιρροϊκό πεδίο»(γεωλ.-ωκεαν.) επίπεδη ιλυοαργιλώδης επιφάνεια η οποία συνορεύει με τις εκβολές ενός ποταμού και καλύπτεται ή αποκαλύπτεται διαδοχικά από τα θαλάσσια ύδατα, ανάλογα με το εύρος τής παλίρροιαςδ) «παλιρροϊκή τριβή» — η τάση που ασκείται σε ένα ουράνιο σώμα, όπως είναι λ.χ. η Γη ή η Σελήνη, το οποίο υφίσταται κυκλικές μεταβολές τής βαρυτικής έλξης καθώς εκτελεί τροχιά γύρω από ένα άλλο σώμα ή καθώς ένα άλλο σώμα περιφέρεται γύρω του.
Dictionary of Greek. 2013.